πλοχμος

πλοχμος
    πλοχμός
    ὅ (только pl.)
    1) прядь волос, локон Hom., Anth.
    2) щупальце (sc. πουλύπου Anth.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πλοχμος" в других словарях:

  • πλοχμός — locks masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμός — oῡ, ὁ, Α 1. πλόκαμος, πλεξίδα 2. (ειδικά) το πλοκάμι τού χταποδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *πλοκ σμός < ετεροιωμένη βαθμίδα πλοκ τού πλέκω + επίθημα * smo , με σίγηση τού σ και τροπή τού άηχου κ σε δασύ χ (πρβλ. ιω χμός, ρω χμός)] …   Dictionary of Greek

  • πλοχμοῖς — πλοχμός locks masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῖσι — πλοχμός locks masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῖσιν — πλοχμός locks masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοί — πλοχμός locks masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμοῦ — πλοχμός locks masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμούς — πλοχμός locks masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμῷ — πλοχμός locks masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοχμόν — πλοχμός locks masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»